ἐπιτηδείως
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
French (Bailly abrégé)
adv.
1 d’une manière appropriée, à propos, convenablement, utilement : τινι pour qqn;
2 avec soin;
Cp. ἐπιτηδειότερον.
Étymologie: ἐπιτήδειος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτηδείως: ион. тж. ἐπιτηδέως
1) надлежащим образом (ποιεῖν τι Her.);
2) выгодно, на пользу (τινὶ πολιτεύειν Thuc.);
3) усердно, ревностно (ὑπηρετέεσθαι ἔς τινα Her.).
English (Woodhouse)
(see also: ἐπιτήδειος) suitably