σιδηρῖτις
From LSJ
τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
French (Bailly abrégé)
ίτιδος (ἡ) :
adj. f.
1 de fer;
2 mêlé de parcelles de fer.
Étymologie: σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηρῖτις: ῐδος adj. f
1) железная: σ. λίθος Plut. магнит;
2) железорудная (γῇ Arst.; πέτρα Diod.).