κοτυλίζω

From LSJ
Revision as of 16:03, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")

Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίζω Medium diacritics: κοτυλίζω Low diacritics: κοτυλίζω Capitals: ΚΟΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kotylízō Transliteration B: kotylizō Transliteration C: kotylizo Beta Code: kotuli/zw

English (LSJ)

A sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.

Greek Monolingual

κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίζω:
1) продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);
2) раздавать по частице (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).