Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
Menander, Monostichoi, 526Greek (Liddell-Scott)
δασέα: ἡ δέρμα τριχωτόν, δασύ, Ἐπιγρ. Ἰωνικ. Dittenb. SIG. 627, 2. 3. 6.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσέα:
I ион. f к δασύς.
II τά
1) pl. к δασύ II;
2) грам. придыхательные согласные (θ, φ, χ).