Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.
adv. seul. sup. ἀγαυρότατα, superbement, avec orgueil.
ἀγαυρῶς: величаво, пышно (ἀγαυρὀτατα ἐλᾶν στρατιήν Her.).