διαναυμαχέω

Revision as of 09:55, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

English (LSJ)

A maintain a sea-fight, Hdt.8.63, Th.8.27; πρός τινα Isoc.4.97.

German (Pape)

[Seite 591] eine Seeschlacht liefern, Her. 5, 86. 8, 63; Thuc. 8, 78; Isocr. 4, 91; πρός τινα, 4, 97; Plut. Thes. 19; auch τῷ φθόνῳ, an seni 7.

Greek (Liddell-Scott)

διαναυμᾰχέω: συγκροτῶ ναυμαχίαν, Ἡρόδ. 5. 86., 8. 63, διάφ. γραμ. παρὰ Θουκ. 8. 78· πρός τινα Ἰσοκρ. 60Ε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
livrer un combat naval.
Étymologie: διά, ναυμαχέω.

Spanish (DGE)

sostener una batalla naval, αὐτοῦ μένοντας δ. Hdt.8.63, cf. Th.8.27, I.BI 3.466, Plu.Alc.35, Polyaen.4.18.2, πρὸς χιλίας καὶ διακοσίας τριήρεις Isoc.4.97, πρὸς τοὺς βαρβάρους Plu.2.867c, cf. D.S.13.77, D.H.Pomp.6.11, Them.Or.1.12b, Ῥωμαίοις Plb.5.109.2, cf. D.S.14.59, δ. πρὸς τὰς σπιλάδας sostener batalla naval contra los escollos de un mal timonel, Synes.Ep.5 (p.13)
fig. hacer frente ὁ τῷ φθόνῳ διαναυμαχήσας Plu.2.787e.

Greek Monotonic

διαναυμᾰχέω: μέλ. -ήσω, διεξάγω ναυμαχία, συγκροτώ θαλασσομαχία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

διαναυμαχέω: давать морской бой, сражаться на море (εἶξαι καὶ οὐ διαναυμαχῆσαι Her.; πρός τινα Isocr., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ναυμαχέω het op zee uitvechten, op zee blijven vechten.

Middle Liddell

fut. ήσω
to maintain a sea-fight, Hdt.