νομικῶς
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
adv.
légalement.
Étymologie: νομικός.
νομικῶς: законным образом, на законном основании, по закону Arst. etc.