πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
adv.avec peine.Étymologie: δυσχερής.
δυσχερῶς: с неудовольствием, неохотно (ἔχειν πρός τι Plat. и πρός τινα Polyb.).