προχώννυμι
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
German (Pape)
[Seite 800] (s. χώννυμι), davor aufschütten, Plut. de exil. 9 von einem Flusse, der Schlamm an seiner Mündung ansetzt, u. A.
Greek (Liddell-Scott)
προχώννῡμι: ἢ -ύω, μέλλ. -χώσω, πρκμ. -κέχωκα· ― σχηματίζω διὰ προχώσεων πρότερον, τὰς νήσους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81. ΙΙ. διὰ καθιζήματος γεμίζω τι, θάλατταν Ἀριστείδ. 1, σ. 21. Πρβλ. προχόω.
French (Bailly abrégé)
barrer en avant par des alluvions.
Étymologie: πρό, χώννυμι.
Russian (Dvoretsky)
προχώννῡμι: образовывать посредством наносов, наносить (τὰς νήσους Arst.).