γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἀνεπιτηδεύτως: безыскусственно, просто (τοῦ ἱματίου τὴν ἀναβολὴν περιστέλλειν Luc.).