ἀνεπιτηδεύτως

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Russian (Dvoretsky)

ἀνεπιτηδεύτως: безыскусственно, просто (τοῦ ἱματίου τὴν ἀναβολὴν περιστέλλειν Luc.).