παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
ἀπαιδευτότροπος: -ον, ὁ ἔχων τρόπους ἀπαιδεύτου, ἄγροικος, σκαιός, ἄκομψος, πιθ. γρ. ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 600. 42 (ἀντὶ ἀναπαιδ.).
ἀπαιδευτότροπος: невоспитанный, разнузданный (ἐξουσία Diod.).