ἐμπορευτικός
English (LSJ)
ή, όν, A commercial, mercantile, Pl.Plt.290a, Max.Tyr.36.2.
German (Pape)
[Seite 816] ή, όν, zum Handel gehörig, kaufmännisch, Plat. Polit. 290 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπορευτικός: -ή, -όν, ἐμπορικός, Πλάτ. Πολιτικ. 290Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 mercante σκάφη πολεμιστήρια καὶ ... ἐμπορευτικά Max.Tyr.36.2
•subst. τὰ ἐμπορευτικά los asuntos mercantiles Pl.Plt.290a.
2 adv. -ῶς a la manera de los comerciantes ἀμείβειν Eust.764.43.
Greek Monolingual
ἐμπορευτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ' ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐμπορευτικός: торговый, купеческий Plat.