εμπορικός
From LSJ
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐμπορικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό
κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ., εμπορικό κατάστημα
αρχ.
1. αυτός που εισάγεται από το εξωτερικό, ξένος
2. αυτός που έχει εμπορική ικανότητα
3. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ εμπορικοί
οι τροφοδότες του στρατοπέδου, οι κάπηλοι
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπορικόν
τάξη θαλασσινών εμπόρων
επίρρ. εμπορικώς, -ά
με εμπορικό τρόπο, με τρόπο εμπόρου, με κερδοσκοπική διάθεση, χάριν εμπορίου, κέρδους.