Πιερικός

From LSJ
Revision as of 05:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Piérie.
Étymologie: Πιερία.

Greek Monotonic

Πιερικός: -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στην Πιερία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

Πῑερικός: пиерийский Her., Thuc.

Middle Liddell

Πιερικός, ή, όν
of Pieria, Hdt.