δοτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to give, giving freely, Arist.EN1121b16. Adv. δοτικῶς = generously Hsch. s.v. δοσείειν.
II ἡ δοτική (sc. πτῶσις), the dative case, Stoic.2.59, Str.14.1.41, D.T.636.4, A.D.Synt.28.23, etc.
German (Pape)
[Seite 660] zum Geben geneigt, gern gebend; Arist. Eth. 4, 3. – Bei den Gramm. ἡ δοτική, sc. πτῶσις, der Dativ. – Adv., = im Dativ, Gramm.; – δοτικῶς ἔχειν, Erkl. von δωσείω, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δοτικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ διάθεσιν πρὸς δόσιν, παρέχων δωρεάν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. ΙΙ. ἡ δοτικὴ (ἐνν. πτῶσις), Στράβων 648, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, «δοτικῶς ἔχω = δωσείω» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime à donner, libéral ; t. de gramm. ἡ δοτική (πτῶσις) le datif.
Étymologie: δίδωμι.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1liberal, generoso δ. καὶ ἐλεύθερος Arist.Phgn.809b34, cf. EN 1121b16.
2 que produce, causante c. gen. ἀτεκνίας δοτικὸν τὸ σχῆμα Vett.Val.116.31, cf. 278.31.
3 gram. ἡ δοτική (sc. πτῶσις) el dativo Chrysipp.Stoic.2.59, Str.14.1.41, D.H.Amm.2.11.2, 12.2, D.T.636.4, A.D.Synt.28.23, Plu.2.1006d, Ath.119e.
II 1adv. δοτικῶς = liberalmente, con generosidad Hsch.s.u. δοσείειν.
2 gram. en dativo Hsch.ν 454, Sch.Th.1.90.1.
Greek Monolingual
-ή, -όν
βλ. δοτική.
Russian (Dvoretsky)
δοτικός: щедро (раз)дающий (δ. καὶ ἐλεύθερος Arst.).