κεφαλαιωδῶς
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
French (Bailly abrégé)
adv.
sommairement.
Étymologie: κεφαλαιώδης.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαιωδῶς: в основных чертах (συντόμως καὶ κ.; βραχὺ καὶ κ. Polyb.).