ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
μεθοδικῶς: Ἐπίρρ. μετὰ μεθόδου, Πολύβ. 5. 98, 10., 9. 25, 5, κλ.
μεθοδικῶς: методически (χειρίζειν Polyb.).