ἀκαταγώνιστος

Revision as of 09:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

English (LSJ)

ον, A unconquerable, D.S.17.26, Olymp. Hist.p.451 D., Procl. in Cra. p.112P.; epithet of the Stoic sage, Stoic.1.53.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταγώνιστος: -ον, ἀκατανίκητος, Διόδ. 17. 26.

Spanish (DGE)

-ον
invencible πολέμιοι D.S.17.26, cf. Olymp.Hist.6, ἀκαταγώνιστοι ... ἔσεσθε τοῖς ἐχθροῖς Aesop.53.2, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53
invencible, inexpugnable φυλακτήρια Procop.Aed.1.3.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταγώνιστος, -ον) καταγωνίζομαι
ακατάβλητος, αήττητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατᾰγώνιστος: непобедимый (πολέμιοι Diod.).