ὀνησιφόρως
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière avantageuse.
Étymologie: ὀνησιφόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὀνησῐφόρως: с пользой (ὀ. καὶ θεραιτευτικῶς Plut.).