τρίφθογγος
English (LSJ)
ἡ, A a triple vowel-sound, Tz.H.12.242: as adjective τρίφθογγος, ον, having three voices, PMag.Par.1.2820.
Greek (Liddell-Scott)
τρίφθογγος: -ον, ὁ τριπλοῦν ἔχων φθόγγον ἢ φωνῆεν, τὰς διφθόγγους καὶ τὰς τριφθόγγους Τζέτζ. Ἱστ. 12, 244.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίφθογγος, -ον, ΝΜ
αποτελούμενος από τρεις φθόγγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + φθόγος (< φθέγγομαι), πρβλ. δί-φθογγος].