ἀχρησία

Revision as of 23:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, (χράομαι) A disuse, non-user, Anon. in Rh.17.37.

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, der Nichtgebrauch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρησία: ἡ, (χράομαι) ἔλλειψις χρήσεως, Πανδέκτ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ desuso op. χρῆσις de la riqueza, Anon.in Rh.17.37.

Greek Monolingual

η (AM ἀχρησία) χρήσις
η μη χρησιμοποίηση
νεοελλ.
(νομ.) λόγος απόσβεσης των «δουλειών» εξαιτίας της μη άσκησής τους από τον δικαιούχο για μία ολόκληρη εικοσαετία.