ἁρματοτροφία

Revision as of 18:49, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

ἡ, A keeping of chariot-horses, X.Hier.11.5.

German (Pape)

[Seite 355] ἡ, das Halten von Wagenpferden zum Wettfahren, Xen. Hier. 11, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρματοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ἵππους χάριν ἁρματηλασίας, Ξεν. Ἱέρ. 11. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
entretien d’une écurie de courses.
Étymologie: ἅρμα, τρέφω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cría de caballos de tiro τὸ δὲ πάντων κάλλιστον ... εἶναι ἐπιτήδευμα ἁρματοτροφίαν X.Hier.11.5.

Greek Monolingual

ἁρματοτροφία, η (Α) αρματοτροφώ
η εκτροφή ίππων για αρματοδρομίες.

Greek Monotonic

ἁρματοτροφία: ἡ, ανατροφή, εκτροφή αλόγων, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμᾰτοτροφία: ἡ содержание или разведение беговых лошадей Xen.

Middle Liddell

[from ἁρματοτροφέω
a keeping of chariot-horses, Xen.