αρματοτροφώ

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

ἁρματοτροφῶ, (-έω) (Α)
τρέφω ίππους για αρματοδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -τροφώ (-έω) (< -τροφος < τρέφω)].