σιτουργός

Revision as of 19:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όν,= σιτοποιός, Pl.Plt.267e.

German (Pape)

[Seite 886] = σιτοποιός; Plat. Polit. 267 e; μύλη, Polyaen. 3, 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτουργός: -όν, (*ἔργω) = σιτοποιός, Πλάτ. Πολιτικ. 267Ε.

Greek Monolingual

-όν, Α
σιτοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. μαχαιρ-ουργός].

Greek Monotonic

σῑτουργός: -όν (*ἔργω), = σιτοποιός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σῑτουργός: ὁ хлебопек, булочник Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτουργός -οῦ, ὁ [σῖτος, ἔργον] graanbewerkers.

Middle Liddell

σῑτ-ουργός, όν [*ἔργω = σιτοποιός, Plat.]