δαιμονίως
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
French (Bailly abrégé)
adv.
1 par la puissance divine ; δαιμονιώτατα θνῄσκει XÉN il meurt visiblement de la main des dieux;
2 d’une façon extraordinaire, merveilleusement, étrangement.
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. δαιμόνιος..
Russian (Dvoretsky)
δαιμονίως:
1) божеским определением, по воле божества (οὐκ ἀνθρωπίνως, ἀλλὰ δ. Aeschin.);
2) необыкновенно, поразительно, чрезвычайно (ἐπιθυμεῖν ποιεῖν τι Arph.; δ. φιλότιμος Plut.): δαιμονιώτατα ἀποθνήσκειν Xen. умереть крайне загадочной смертью.