συγκλινίαι

Revision as of 09:05, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")

English (LSJ)

αἱ, A slopes, αἱ σ. τῶν τόπων the slopes or configuration of the ground, Plu.Pomp.32, cf. Pyrrh.28, Phil.4.

German (Pape)

[Seite 968] αἱ, die abhängige Lage gegen einander geneigter Flächen u. Berge, Plut. Pomp. 32 Pyrrh. 28 Philop. 4.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλῐνίαι: -αἱ, ἡ γραμμὴ ἔνθα καταλήγουσιν αἱ κλιτύες δύο ὀρέων ἢ ὑψωμάτων, αἱ ξ. τῶν τόπων, στεναὶ κοιλάδες ἢ φάραγγες, στενά, Πλουτ. Πομπ. 32, Πύρρ. 28.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
anfractuosités d’une région montagneuse.
Étymologie: συγκλίνω.

Greek Monolingual

αἱ, Α συγκλινής
τα επικλινή μέρη του εδάφους («ταῖς συγκλινίαις τῶν τόπων τεκμαιρόμενος ἔχειν πηγὰς τὸ χωρίον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συγκλῐνίαι: αἱ, γραμμή όπου καταλήγουν και συναντώνται οι πλευρές δύο βουνών ή υψωμάτων, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκλῐνίαι: αἱ сходящиеся склоны гор или горные ущелья Plut.

Middle Liddell

συγ-κλῐνίαι, ῶν, αἱ,
the meeting-line at the foot of two mountain slopes, Plut. [from συγκλῑ́νω]