παντάγαθος
English (LSJ)
[ᾰγ], ον, A wholly good, Supp.Epigr.6.125 (Cotiaeum).
German (Pape)
[Seite 462] zu Allem gut, für Alles heilsam, Kräuter u. dgl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντάγαθος: ὁ, ὅλως ἀγαθός, Ἐκκλ.˙ - παντάγαθον, τό, καλὸν διὰ πάντα, ἐπὶ ἐμπλάστρου τινός, Γαλην. 13. 734 (τὰ Ἀντίγραφα -αγάθιον).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αγαθός σε όλα, πανάγαθος
αρχ.
ωφέλιμος για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἀγαθός.