παντάγαθος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
[ᾰγ], ον wholly good, Supp.Epigr.6.125 (Cotiaeum).
German (Pape)
[Seite 462] zu Allem gut, für Alles heilsam, Kräuter u. dgl., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντάγαθος: ὁ, ὅλως ἀγαθός, Ἐκκλ.˙ - παντάγαθον, τό, καλὸν διὰ πάντα, ἐπὶ ἐμπλάστρου τινός, Γαλην. 13. 734 (τὰ Ἀντίγραφα -αγάθιον).
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αγαθός σε όλα, πανάγαθος
αρχ.
ωφέλιμος για όλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἀγαθός.