πεπλοποιία
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
ἡ, A making of the peplos, metaph., Dam.Pr.339.
Greek (Liddell-Scott)
πεπλοποιία: ἡ, ἡ τοῦ πέπλου κατασκευή, Α. Β. 1410.