bleed
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. αἱματοῦσθαι (αἱματόω), V. αἱμάσσεσθαι (αἱμάσσω), φοινίσσεσθαι (φοινίσσω).
P. and V. αἱματοῦσθαι (αἱματόω), V. αἱμάσσεσθαι (αἱμάσσω), φοινίσσεσθαι (φοινίσσω).
stream with blood: V. ῥεῖν φόνῳ, στάζειν αἵματι.
Met., be pained: P. and V. λυπεῖσθαι.