αἱμάσσω
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
Att. αἱμάττω, D.H.2.74: fut. αἱμάξω (v. infr.): aor. ᾕμαξα (v. infr.):—Pass., aor.
A ᾑμάχθην E.El.574, αἱμάχθην S.Aj.909 (lyr.), part. A.Pers.595: pf. ᾕμαγμαι SIG1171 (Lebena):—make bloody, stain with blood, πεδίον Pi.I.8(7).50, cf. A.Ag.1589; ἑστίας θεῶν Id.Th.275; βωμόν Theoc.Ep.1, cf. Philostr.VA1.1; λίθους D.H. l.c.; κρᾶτ' ἐμὸν τόδ' αὐτίκα πέτρᾳ… αἱμάξω πεσών S.Ph.1002; πότερος ἄρα πότερον αἱμάξει; shall bring to a bloody end, E.Ph.1289; πέσεα δάϊα… αἱμάξετον ib.1299; αἱμάξεις… τὰς καλλιφθόγγους ῳδάς Id.Ion 168: abs., τοῖς μὲν οὐχ ᾕμασσεν βέλος drew no blood, Id.Ba.761; οἰκέτῃ πλευράν LXX Si.42.5:—Med., ᾑμάξαντο βραχίονας AP7.10:—Pass., become bloody, Hp.Mul.1.91; ᾑμαγμέναι σάρκες SIG1171:—to be slain, αὐτόχειρ αἱμάσσεται S.Ant.1175.
2 Medic., draw blood, as by cupping, Aret.CA1.4.
II intr., to be bloody, be blood-red, Nic.Al.480, Opp.H.2.618.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. αἱμάττω
• Morfología: [pas. aor. ᾑμάχθην E.El.574, αἱμάχθην S.Ai.909; med.-pas. perf. part. ᾑμαγμένος ICr.1.17.17.6 (Lebena I a.C.), D.C.64.6.2, αἱμαγμένος Amph.Or.6.325]
I tr.
1 ensangrentar, manchar de sangre πεδίον Pi.I.8.50, ἑστίας θεῶν A.Th.275, πέδον A.A.1589, κρᾶτ' ἐμὸν ... πέτρᾳ ... αἱ. πεσών S.Ph.1002, τὰς ᾠδάς E.Io 168 (cód.), βωμόν Theoc.Ep.1, cf. E.IT 226, Philostr.VA 1.1, D.C.Epit.8.1.3, λίθους D.H.2.74, Παλλάδος αἱμάξω κεφαλὴν ... πέτρῳ ἢ δορί Nonn.D.27.65, μὴ ... αἰσχυνθῇς ... οἰκέτῃ πονηρῷ πλευρὰν αἱμάξαι no te avergüences de molerle el lomo hasta hacerle sangre al criado malo LXX Si.42.5
•herir (haciendo sangre) ὀμμάτων ... κόρας E.Hec.1171, Ph.62, cf. 1289, 1298.
2 medic., abs. sacar sangre, sangrar Aret.CA 1.4.12.
II en v. med. y med.-pas.
1 mancharse de sangre, ensangrentarse νᾶσος αἱμαχθεῖσα A.Pers.595, ὅταν δὲ αἱμαχθῇ τὸ ἄκρον, ἀφελέσθω Hp.Mul.1.91, cf. Mul.2.114, σάρκας ἐνπύους καὶ ᾑμαγμένας ... ἀ[πο] βάλλειν ICr.l.c., ξίφος ᾑμαγμένον D.C.64.6.2, με αἱμαγμένον θεασάμενος Amph.l.c.
•ensangrentarse, convertirse en sangre, teñirse de rojo sangre ὁ δὲ ποταμὸς ἑκάστου ἔτεος αἱμάσσεται ... καὶ φοινίσσει τὸ πολλὸν τοῦ πελάγεος Luc.Syr.D.8
•fig. de la púrpura τὰ χείλη τοῦ κυνὸς ᾑμαγμένα enrojecidos (como) de sangre los hocicos del perro Ach.Tat.2.11.6
•act. intr. τοῖς ... οὐχ ᾕμασσε λογχωτὸν βέλος E.Ba.761, cf. Opp.H.2.618.
2 herirse, ensangrentarse αὐτόχειρ αἱμάσσεται S.Ant.1175, c. ac. int. οὐλὴν ... ἣν ᾑμάχθη la herida que se causó E.El.574, ᾑμάξαντο βραχίονας AP 7.10.
3 sangrar, desangrarse ἀνοιγήτω ἡ φύσις καὶ ἡ μήτρα τῆς δεῖνα, καὶ αἱμασσέσθω νυκτὸς καὶ ἡμέρας que se abra el sexo y la matriz de fulana y se desangre noche y día, PMag.62.103, τὰ σκόρδα ἢ κρόμμυα ... τεμνόμενα οὐκ αἱμάσσεται Ps.Caes.101.14.
III intr.
1 ser de color sangre Nic.Al.480.
2 sangrar ἡ θεότης Gr.Nyss.Apoll.167.18.
French (Bailly abrégé)
f. αἱμάξω, ao. ᾕμαξα, pf. inus.
1 ensanglanter;
2 faire jaillir le sang, blesser, meurtrir;
3 tuer.
Étymologie: αἷμα.
German (Pape)
blutig machen, Pind. αἵμαξε πεδίον φόνῳ I. 7.50; Aesch. Spt. 257; μήλοισιν ἑστίας Soph. Aj. 453; pass. El. 90; auch töten, αὐτοχεὶρ αἱμάσσεται Ant. 1175; ξείνων αἱμάσσουσ' ἄταν βωμούς, der unglücklichen Fremden Blut auf dem Altar vergießen, Eur. I.T. 225. Bei den Ärzten schröpfen. – Intr. blutig sein, Opp. H. 2.618 und Nic. Al. 480.
Russian (Dvoretsky)
αἱμάσσω: атт. αἱμάττω (редко med.; aor. ᾕμαξα - Pind. αἵμαξα, aor. pass. ᾑμάχθην и αἱμάχθην)
1 окровавливать, обагрять кровью (πεδίον φόνῳ Pind.; ἑστίας θεῶν Aesch.; χεῖρας Soph.): τὸ κρᾶτα ἑαυτοῦ πέτρᾳ αἱμάξαι Soph. разбить себе голову о скалу; αἱμάξαι τὰς ᾠδάς Eur. кровью поплатиться за (свои) песни; τὸ ξίφος ᾑμαγμένον Plut. окровавленный меч;
2 ранить: τὰς οὐχ ᾑμασσε βέλος Eur. копье не поразило их;
3 ранить насмерть, убивать: αὐτόχειρ αἱμάσσεσθαι Soph. покончить жизнь самоубийством.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -άξω: ἀόρ. ᾕμαξα, (ἴδε κατωτ.): ― Παθ. ἀόρ. ᾑμάχθην, Εὐρ. Ἠλ. 574· ἀλλ’ αἱμάχθην, Σοφ. Αἴ. 909: ― μετοχ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 595: ― Ποιητ. ῥῆμα (ἀλλὰ πρβλ. ἐξ-, καθαιμάσσω). Καθιστῶ αἱματηρόν, κηλιδῶ δι’ αἵματος, πεδίον, Πινδ. Ι. 8 (7). 110, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1589· ἑστίας θεῶν, ὁ αὐτ. Θ. 275· χεῖρας αἱμάξαι βοτοῖς = κηλιδοῦν αὐτὰς δι’ αἵματος κτηνῶν, Σοφ. Αἴ. 453· πρβλ. αἰχμάζω ΙΙ: ― Ἐντεῦθεν, τραυματίζω, πλήττω οὕτως, ὥστε νὰ αἱματωθῇ τὸ πληττόμενον. Κρᾶτ’ ἐμὸν τόδ’ αὐτίκα πέτρᾳ ... αἱμάξω πεσών, θὰ κατασυντρίψω τὴν κεφαλήν μου κατὰ τοῦ βράχου, Σοφ. Φ. 1002· πότερος ἄρα πότερον αἱμάξει; θὰ ἀγάγῃ εἰς αἱματηρὸν τέλος; Εὐρ. Φοίν. 1288· οὕτω: πέσεα δάϊα ... αἱμάξετον, αὐτόθι 1299· αἱμάξεις ... τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς, ὁ αὐτ. Ἴων. 168· ἀπολ., τῶν γὰρ οὐχ ᾕμασσεν βέλος = τὰ βέλη αὐτῶν οὐδένα ἐτραυμάτιζον ὥστε νὰ χυθῇ αἷμα, ὁ αὐτ. Βάκχ. 761: ― Μέσ. ᾑμάξαντο βραχίονας, Ἀνθ. Π. 7. 10: ― Παθ. κυλίομαι εἰς τὸ αἷμα, φονεύομαι, σφάττομαι, Σοφ. Ἀντ. 1175. 2) ὡς ὅρος ἰατρικὸς = ἀφαιμάσσω, ἐξάγω αἷμα διὰ φλεβοτομίας, Ἀρεταῖος Θερ. Ὀξ. Παθ. 1. 4. ΙΙ. ἀμετ., εἶμαι αἱματώδης, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Νικ. Ἀλεξιφ. 480, Ὀππ. Ἁλ. 2. 618.
English (Slater)
αἱμάσσω
1 make bloody Ἀχιλέος· ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε Τηλέφου μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον (I. 8.50)
Greek Monotonic
αἱμάσσω: Αττ. -ττω· μέλ. -άξω, αόρ. αʹ ᾕμαξα — Παθ., αόρ. αʹ ᾑμάχθην ή αἱμάχθην (αἷμα)· κηλιδώνω με αίμα, σε Αισχύλ.· απ' όπου πλήττω, τραυματίζω κάτι μέχρι να ματώσει, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ανθ. — Παθ., κυλιέμαι στο αίμα, φονεύομαι, σφάζομαι, σφαγιάζομαι, σε Σοφ.
Middle Liddell
αἷμα
to make bloody stain with blood, Aesch.:—hence to smite so as to make bloody, Soph., Eur.; so in Mid., Anth.:—Pass. to welter in blood, be slain, Soph.
Léxico de magia
mojar con sangre λαβὼν ἐπὶ σκότος τὸ θρυαλλίδιον ἀπὸ τοῦ λύχνου αἵματι ὀνείῳ αἱμάξαι toma de noche la mecha de una lámpara e imprégnala con sangre de asno P XIb 3