προφέριστος

Revision as of 22:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγ-ιστος)].