προφέριστος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προφέριστος Medium diacritics: προφέριστος Low diacritics: προφέριστος Capitals: ΠΡΟΦΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: prophéristos Transliteration B: propheristos Transliteration C: proferistos Beta Code: profe/ristos

English (LSJ)

προφέριστον, surpassing, excellent, Dioscorus in PLit.Lond. 100 C1.

Greek Monolingual

-ίστη, -ον, Α
αυτός που τοποθετείται πάνω απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. -ιστός (πρβλ. μέγιστος)].

German (Pape)

unregelm. superl. zu προφερής.