σκηνογράφος

Revision as of 10:13, 4 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A scene-painter, D.L.2.125.

German (Pape)

[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].

Greek Monotonic

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.

Russian (Dvoretsky)

σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.

Middle Liddell

σκηνο-γρᾰ́φος, ὁ, γράφω
a scene-painter.