σκηνογράφος
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
(parox.), ὁ, scene-painter, D.L.2.125.
German (Pape)
[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
σκηνογράφος: (ᾰ) ὁ театральный живописец, декоратор Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].
Greek Monotonic
σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.