όνος, ἡ,= A σταθμός 11, Hsch.
[Seite 928] όνος, ὁ, = σταθμός, φλιά, Hesych.
σταθμών: -όνος, ἡ, = σταθμὸς ΙΙ, Ἡσύχ.
-όνος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «σταθμός, φλιά».[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθμός + επίθημα -ών, -όνος].