φριξολόφος
English (LSJ)
ον, A = φριξαύχην, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
φριξολόφος: -ον, = φριξαύχην, «φριξολόφος· ὀρθοχαίτης» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
φριξαύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθό-λοφος, φοινικό-λοφος)].
ον, A = φριξαύχην, Hsch.
φριξολόφος: -ον, = φριξαύχην, «φριξολόφος· ὀρθοχαίτης» Ἡσύχ.
-ον, Α
φριξαύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθό-λοφος, φοινικό-λοφος)].