φριξολόφος

From LSJ

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φριξολόφος Medium diacritics: φριξολόφος Low diacritics: φριξολόφος Capitals: ΦΡΙΞΟΛΟΦΟΣ
Transliteration A: phrixolóphos Transliteration B: phrixolophos Transliteration C: friksolofos Beta Code: fricolo/fos

English (LSJ)

φριξολόφον, = φριξαύχην, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φριξολόφος: -ον, = φριξαύχην, «φριξολόφος· ὀρθοχαίτης» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
φριξαύχην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φριξός «ανορθωμένος» + λόφος (πρβλ. ξανθόλοφος, φοινικόλοφος)].