φορητέος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
έα, έον, A bearable, κακά Procop.Goth.23.
Greek (Liddell-Scott)
φορητέος: έα, έον, ὃν δεῖ φορεῖν, Κλήμ. Ἀλεξ. 288.