χαμαικοίτης
English (LSJ)
ου, ὁ, A = χαμαιεύνης, Σελλοί S.Tr.1166.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικοίτης: -ου, ὁ = χαμαιεύνης, τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν ... Σελλῶν Σοφ. Τρ. 1166. - Ἴδε Κόντου Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 307.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui couche ou dort à terre.
Étymologie: χαμαί, κοίτη.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χαμαιεύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + -κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ὀρεσι-κοίτης, πεδο-κοίτης].
Greek Monotonic
χᾰμαικοίτης: -ου, ὁ (κοίτη), = χαμαιεύνης, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαικοίτης: Soph. = χαμαιεύνης.
Middle Liddell
χᾰμαι-κοίτης, ου, ὁ, κοίτη = χαμαιεύνης, Soph.]