διαβλητικός

From LSJ
Revision as of 11:20, 15 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " l.c." to " l.c.")

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβλητικός Medium diacritics: διαβλητικός Low diacritics: διαβλητικός Capitals: ΔΙΑΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diablētikós Transliteration B: diablētikos Transliteration C: diavlitikos Beta Code: diablhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A = διαβολικός, Poll.5.118: -κή, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv. -κῶς Poll. l.c.

Greek (Liddell-Scott)

διαβλητικός: -ή, -όν, = διαβολικός, Πολυδ. Ε', 118, 127.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1calumnioso, Epist.Char.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2 subst. ἡ δ. el arte de la calumnia Aristo Phil.14.9.
II adv. -ῶς calumniosamente Poll.5.118.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός
2. αυτός μέσω του οποίου γίνεται η διαβολή.