διαθεσμοθετέω

Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A prescribe severally, ordain, πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl. Ti.42d, cf. Iamb.VP16.68, Hierocl.in CA19p.460M., Procl.in Cra. p.49P.

German (Pape)

[Seite 578] durch Gesetze bestimmen; πάντα Plat. Tim. 42 d; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαθεσμοθετέω: τακτοποιῶ, βάλλω εἰς τάξιν (διὰ νόμου), Πλάτ. Τιμ. 42D.

Spanish (DGE)

ordenar, prescribir, disponer normas con autoridad el demiurgo διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα Pl.Ti.42d, cf. Hierocl.in CA 19.4, Procl.in Cra.49, βασάνους τε ποικιλωτάτας τε κολάσεις ... τοῖς χρωμένοις Iambl.VP 68, θεὸς διαθεσμοθετεῖ ... τῶν ἀνθρώπων τὰς ῥήσεις Gr.Nyss.Eun.2.263, οἱ τὰ περὶ τὰς Ἐκκλησίας ἐξαρχῆς διαθεσμοθετήσαντες ἀπόστολοι καὶ πατέρες Basil.Spir.27.66.53.

Russian (Dvoretsky)

διαθεσμοθετέω: приводить в порядок, упорядочивать Plat., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-θεσμοθετέω bij de wet bepalen.