ordain
From LSJ
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
appoint: P. and V. καθιστάναι, τάσσειν, προστάσσειν.
set over: P. and V. ἐφιστάναι.
establish: P. and V. καθιστάναι, ἱστάναι, ἱδρύειν, ποιεῖν, τιθέναι, προτιθέναι (or mid.).
decree, command: P. and V. κελεύειν, προστάσσειν, ἐπιτάσσειν; see command.