διχοφυής
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
ές, A forked, Gal.14.707.
Spanish (DGE)
-ές
partido en dos, bifurcado τὸ σῶμα δ. γίνεται. διαμερίζεται γὰρ εἰς δύο Gal.14.707.