θυοσκοπία

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυοσκοπία Medium diacritics: θυοσκοπία Low diacritics: θυοσκοπία Capitals: ΘΥΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: thyoskopía Transliteration B: thyoskopia Transliteration C: thyoskopia Beta Code: quoskopi/a

English (LSJ)

ἡ,= A haruspicina, used as etym. of Θοῦσκος, Lyd.Mag.Prooem.

Greek Monolingual

θυοσκοπία, ἡ (Α) θυοσκόπος
(η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. του Θοῦσκος, στον Ιω. Λυδό)
η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία.