καθάρβυλος
From LSJ
English (LSJ)
A v. κατάρβυλος.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρβυλος: χλανίς· «ποδήρης ἕως τῶν ἀρβυλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καθάρβυλος, -ον (Α)
βλ. κατάρβυλος.
Full diacritics: καθάρβυλος | Medium diacritics: καθάρβυλος | Low diacritics: καθάρβυλος | Capitals: ΚΑΘΑΡΒΥΛΟΣ |
Transliteration A: kathárbylos | Transliteration B: katharbylos | Transliteration C: katharvylos | Beta Code: kaqa/rbulos |
A v. κατάρβυλος.
καθάρβυλος: χλανίς· «ποδήρης ἕως τῶν ἀρβυλῶν» Ἡσύχ.
καθάρβυλος, -ον (Α)
βλ. κατάρβυλος.