καταγώγιμον

Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = καταγώγιον ΙΙ, PTeb.35.5 (ii B. C.).

Greek Monolingual

καταγώγιμον, τὸ (Α)
το αντίτιμο της μεταφοράς ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγώγιμον (ουδ. του ἀγώγιμος «αυτός που μπορεί να οδηγηθεί εύκολα»)].