αντίτιμο

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀντίτιμον, Α ἀντίτιμος, -ον)
νεοελλ.
1. η αξία κάποιου πράγματος σε χρήμα
2. η συνέπεια, το αποτέλεσμα («αυτό ήταν το αντίτιμο της προδοσίας του»)
αρχ.
ίσης αξίας.