αντίτιμο

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀντίτιμον, Α ἀντίτιμος, -ον)
νεοελλ.
1. η αξία κάποιου πράγματος σε χρήμα
2. η συνέπεια, το αποτέλεσμα («αυτό ήταν το αντίτιμο της προδοσίας του»)
αρχ.
ίσης αξίας.