Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
(Μ ἀντίτιμον, Α ἀντίτιμος, -ον)
νεοελλ.
1. η αξία κάποιου πράγματος σε χρήμα
2. η συνέπεια, το αποτέλεσμα («αυτό ήταν το αντίτιμο της προδοσίας του»)
αρχ.
ίσης αξίας.