κερματόομαι
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
A = κερματίζομαι, Procl.in Prm.p.973 S.
Greek (Liddell-Scott)
κερματόομαι: κερματίζομαι, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Παρμ. σ. 973, ἔκδ. Stallb.